- ευκοίλιος
- -α, -ο (ΑΜ εὐκοίλιος, -ον)αυτός που διευκολύνει την κένωση τής κοιλιάς, ο ενεργητικός, ο εκκενωτικός, ο υπακτικός (α. «ευκοίλια φάρμακα» β. «τι δυσκοίλιον ἤ εὐκοίλιον», Πλούτ.)νεοελλ.1. αυτός που έχει την κοιλιά εύκολη στις κενώσεις, ο εύκολος στις κενώσεις2. αυτός που πάσχει από ευκοιλιότητα3. (για τροφές) αυτός που χωνεύεται εύκολα και εξέρχεται από τη φυσική οδό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κοίλιος (< κοιλία), πρβλ. δυσ-κοίλιος].
Dictionary of Greek. 2013.